- Στρέψ'
- Στρέψα , Στρέψαfem nom/voc sgΣτρέψαι , Στρέψαfem nom/voc plΣτρέψᾱͅ , Στρέψαfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρέψ' — στρέψαι , στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέψαι , στρέφω Aër. aor inf act στρέψα , στρέφω Aër. aor ind act 1st sg (homeric ionic) στρέψε , στρέφω Aër. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) στρέψι , στρέψις a turning round fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεψαύχην — ενος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που στρέφει τον αυχένα 2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἐ στρεψ α τού στρέφω + αύχήν, ένος] … Dictionary of Greek
στρεψηλάκατος — ον, Α (ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔ στρεψ α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] … Dictionary of Greek
ζηταρετησιάδης — ζηταρετησιάδης, ό (Α) αυτός που αναζητεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ + αρετή + κατάλ. –ιαδης (το σ είναι ευφωνικό), πρβλ. ανεψ ιάδης, Ασκληπ ιάδης, Στρεψ ιάδης] … Dictionary of Greek
ριψαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α 1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα 2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, ένος (πρβλ. μεγαλ αύχην, στρεψ αύχην)] … Dictionary of Greek
στιλβαίος — Α χρωμάτινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + κατάλ. αῖος (πρβλ. στρεψ αῖος)] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρέψιμο — το / στρέψιμον, ΝΜ νεοελλ. (ιδιωμ.) (σχετικά με πράγματα και ιδίως χρήματα) επιστροφή, απόδοση μσν. (για πρόσ.) επάνοδος, γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
στρεψοδικοπανουργία — και στρεφοδικοπανουργία, ἡ, Α (στον Αριστοφ.) στρεψοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἔστρεψα τού στρέφω + δίκη + πανουργία] … Dictionary of Greek
στρεψοδικώ — στρεψοδικῶ, έω, ΝΑ χρησιμοποιώ στρεψοδικίες νεοελλ. διαστρέφω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + δικῶ (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικώ] … Dictionary of Greek